- φαύσω
- φαύζωaor subj act 1st sgφαύζωfut ind act 1st sgφαύζωaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαύω — Α φάω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από σύνθ. τ. μέλλ. και αορ. σε φαύσω, φαυσα (πρβλ. μέλλ. ἐπι φαύσω, αόρ. δι έ φαυσα) τών ρ. σε φαύσκω] … Dictionary of Greek